- χωριατομάνι
- τοπλήθος χωρικών: Μαζεύτηκε πολύ χωριατομάνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χωριατομάνι — το, Ν (υποτιμητικά) πλήθος χωρικών, χωριατολόγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + μάνι*] … Dictionary of Greek
χωριατοβρόχι — το, Ν χωριατομάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + βρόχι (< βροχή), πρβλ. πρωτο βρόχι)] … Dictionary of Greek
χωριατολό(γ)ι — το, Ν πολλοί χωριάτες μαζί, χωριατομάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + λό(γ)ι* (πρβλ. μοιρο λόϊ, φτωχο λόϊ)] … Dictionary of Greek